αδέσμευτος

αδέσμευτος
-η, -ο
αυτός που δεν είναι δεσμευμένος, ο απαλλαγμένος από υποχρεώσεις: Μερικές χώρες δε μετέχουν στους μεγάλους συνασπισμούς γι' αυτό και λέγονται αδέσμευτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αδέσμευτος — η, ο (Μ ἀδέσμευτος, ον) [δεσμεύω] νεοελλ. ο μη δεσμευμένος, αυτός που δεν υπόκειται σε δεσμεύσεις ή περιορισμούς, που έχει την ελευθερία να ομιλεί ή να πράττει κατά βούληση, ο ελεύθερος μσν. ο άδεσμος* …   Dictionary of Greek

  • ἀδέσμευτον — ἀδέσμευτος masc/fem acc sg ἀδέσμευτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδέσμευτοι — ἀδέσμευτος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… …   Dictionary of Greek

  • ανεξάρτητος — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία, που εκδιδόταν στην Αθήνα από τον Π.Κ. Παντελή από το 1842 έως το 1855 και το 1857 58. Η εφημερίδα αυτή υποστήριξε την κυβέρνηση Ι. Κωλέττη και ήταν υπέρ της παραχώρησης συντάγματος. 2. Ημερήσια, που… …   Dictionary of Greek

  • κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… …   Dictionary of Greek

  • ολοαπόλυτος — ὁλοαπόλυτος, ον (Μ) εντελώς ελεύθερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλ(ο) * + ἀπόλυτος «αδέσμευτος, ελεύθερος»] …   Dictionary of Greek

  • Αδίτη — I Θεότητα της αποδέσμευσης και της ατομικής ελευθερίας, που αναφέρεται στις Βέδες. Η λέξη σημαίνει «το να είναι κανείς αδέσμευτος». Οι γιοι της Α. με αρχηγό τους τον Βαρούνα, είναι επίσης θεότητες. Η λατρεία της Α., στα νεότερα χρόνια ατόνησε,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… …   Dictionary of Greek

  • (ε)λεύθερος — (ε)λεύθερος, η, ο και (ε)λεύτερος, η, ο επίρρ. α 1. που δεν εξαρτιέται από την εξουσία άλλου, ανεξάρτητος, αυτεξούσιος: Ελεύθερη γνώμη. 2. που έχει πολιτική ελευθερία, που δεν είναι υπόδουλος: Ελεύθερος πολίτης. 3. που δεν είναι περιορισμένος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”